φτερώνω

φτερώνω
φτέρωσα, φτερωμένος
1. αμτβ., βγάζω φτερά, σχηματίζω φτερά.
2. μτβ. και μτφ., σαν να δίνω φτερά, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω, ενισχύω ηθικά, δημιουργώ ενθουσιασμό: Φτέρωνε η Μούσα το θεϊκό τραγουδιστή ν' αρχίσει (Όμηρος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φτερώνω — Ν [φτερό] βλ. πτερώνω …   Dictionary of Greek

  • καταπτερώ — καταπτερῶ, όω (Α) [κατάπτερος] 1. εφοδιάζω με φτερά, φτερώνω 2. μέσ. καταπτεροῡμαι, όομαι είμαι ή γίνομαι φτερωτός («πᾱν τὸ σῶμα κατεπτέρωτο», Απολλόδ.) …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”