- φτερώνω
- φτέρωσα, φτερωμένος1. αμτβ., βγάζω φτερά, σχηματίζω φτερά.2. μτβ. και μτφ., σαν να δίνω φτερά, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω, ενισχύω ηθικά, δημιουργώ ενθουσιασμό: Φτέρωνε η Μούσα το θεϊκό τραγουδιστή ν' αρχίσει (Όμηρος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.